ορθότονος

ορθότονος
-η, -ο (Α ὀρθότονος, -ον)
(για λέξη)
1. αυτός που διατηρεί τον ορθό τόνο
2. αυτός που δεν υπόκειται σε έγκλιση τόνου
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ορθότονος
ταυτόχρονη σύσπαση τών εκτεινόντων και τών καμπτήρων μυών με ευθειασμό τού σώματος κατά τη διάρκεια τών τετανικών κρίσεων.
επίρρ...
ὀρθοτόνως (Α)
με ορθό τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + τόνος (πρβλ. οξύ-τονος). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. orthotonus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀρθοτόνως — ὀρθότονος with the unmodified accent adverbial ὀρθότονος with the unmodified accent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότονον — ὀρθότονος with the unmodified accent masc/fem acc sg ὀρθότονος with the unmodified accent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότονοι — ὀρθότονος with the unmodified accent masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοτονία — η 1. η ορθοτόνηση 2. η διαφύλαξη τού τόνου μιας λέξης, σε αντιδιαστολή προς την έγκλιση τόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθότονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek

  • ορθοτονώ — (Α ὀρθοτονῶ, έω) [ορθότονος] τονίζω κάτι σωστά νεοελλ. παθ. ορθοτονούμαι διατηρώ τον τόνο μου, δεν υφίσταμαι έγκλιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”